Το ανάκτορο της Φαιστού, ένα από σημαντικότερα μινωικά ανάκτορα και το δεύτερο σε μέγεθος (περίπου 18.000 τ.μ.) μετά από αυτό της Κνωσού, είναι χτισμένο σε ένα ύψωμα στο δυτικό άκρο της μεγαλύτερης και πλουσιότερης πεδιάδας της Κρήτης, της Μεσαράς.
Από το σημείο αυτό έλεγχε ο τοπικός άρχοντας-βασιλιάς όχι μόνο τα αγαθά του κάμπου αλλά και την έξοδο προς τη θάλασσα και τα λιμάνια του κόλπου της Μεσαράς. Κατά τη μυθολογία στη Φαιστό βασίλεψε η δυναστεία του Ραδάμανθυ, γιου του Δία και αδελφού του Μίνωα.
Βρίσκεται στα νοτιοδυτικά του Ηρακλείου, σε απόσταση 62 χιλιομέτρων, σε υψόμετρο 100 μέτρων, νότια του ποταμού Γεροποτάμου και του αρχαίου Ληθαίου. Η θέα του λόφου είναι πανοραμική και περιβάλλεται από τους επιβλητικούς ορεινούς όγκους του Ψηλορείτη, των Αστερουσίων και των Λασιθιωτικών Ορέων, ενώ σε μικρή απόσταση βρίσκεται η κωμόπολη Τυμπάκι. Οικονομικό, διοικητικό και θρησκευτικό κέντρο, επόπτευε την εύφορη πεδιάδα της Μεσαράς. Υπό τον έλεγχο της Φαιστού βρίσκονταν τα αρχαία λιμάνια των Ματάλων και του Κομμού.
Στοιχεία για την ιστορία της αρχαίας πόλης ήρθαν στο φως έπειτα από τις αρχαιολογικές έρευνες που ξεκίνησαν στο ανάκτορο το 1884 οι Ιταλοί Fred. Halbherr και Ant. Taramelli, αποκαλύπτοντας το ένα τυπικό δείγμα μινωικού ανακτόρου με εξαιρετική αρχιτεκτονική σύνθεση και άψογη κατασκευή. Το πρώτο ανάκτορο χτίστηκε στην αρχή της 2ης χιλιετίας π.X., στην κορυφή του χαμηλότερου λόφου, που ισοπεδώθηκε και διαμορφώθηκε κατάλληλα. H ζωή του πρώτου ανακτόρου διήρκησε τρεις αιώνες περίπου, καθώς το 1700 π.X. καταστρέφεται από μεγάλη πυρκαγιά. Πάνω στα ερείπια αυτά, οικοδομείται ένα νέο μεγαλοπρεπέστερο ανάκτορο, το οποίο καταστρέφεται, όπως όλα τα άλλα μινωικά κέντρα στα μέσα του 15ου αι. π.X. Τα πιο πολλά ερείπια που ο επισκέπτης βλέπει σήμερα ανήκουν σε αυτό.